- ημίκοσμος
- ο полусвет, демимонд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημίκοσμος — ο ο κόσμος τών ελευθέριων γυναικών, η κοινωνική μερίδα τών γυναικών με ύποπτη ηθική, ο υπόκοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. demi monde. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
Δουμάς, Αλέξανδρος (γιος) — (Alexandre Dumas, Παρίσι 1824 – Μαρλί λε Ρουά 1895). Γάλλος μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Ήταν νόθος γιος του Αλέξανδρου Δουμά (πατέρα), γεγονός που επέδρασε σημαντικά στην προσωπικότητα και στο συγγραφικό του έργο. Τα έργα του Δ.… … Dictionary of Greek